Πετώντας ψηλά, έχεις αίσθηση της τρίτης διάστασης, και της καμπυλότητας του χώρου. Με πανοραμική άποψη παρακολουθείς τα γεγονότα στο βάθος του χώρου και του χρόνου.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΑ


Η υπόθεση άρχισε από το ομιχλώδες Λονδίνο του 1833 γιατί εκεί δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Monthly Magazine οι παρακάτω αφηγήσεις του άγνωστού μας Γενοβέζου καπετάνιου, οι οποίες με τη σειρά τους αναδημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στο γερμανικό περιοδικό Das Ausland. Είναι πιθανό η αρχική πηγή να υπήρξε κάποιο ιταλικό περιοδικό.

Ας απολαύσουμε την αφήγηση του Γενοβέζου:


Είχα βγει από το λιμάνι της Σικελίας με δικάταρτο ιστιοφόρο και σημαία Γένοβας, τεράστιο φορτηγό κατάφορτο με αλάτι και πολεμικά είδη για τους Έλληνες. Το αλάτι της Σικελίας θεωρείται ως το καλύτερο του κόσμου και έχει ειδικά στην Ελλάδα μεγαλύτερη αξία επειδή το είδος που παράγεται εκεί μοιάζει μάλλον με χοντροκομμένο βρώμικο νίτρο. Επειδή μου είχαν δώσει την απεριόριστη εξουσιοδότηση για το φόρτωμα και δεν ήθελα να πέσει το φορτίο στα χέρια κανενός ιδιωτικού προσώπου, απέφυγα τα λιμάνια της Ύδρας και των Σπετσών, γιατί γνώριζα πολύ καλά το ένστικτο αυτών των νησιωτών για μπίζνες και κέρδος. Έτσι λοιπόν εμπάρκαρα στο Καστρί, την αρχαία Ερμιόνη, που βρίσκεται στη νότια ακτή της Αργολίδας. Η Ερμιόνη είναι τώρα ένα άθλιο χωριό με δύο τρεις ντουζίνες ελεεινές καλύβες που τις κατοικούν μόνο χωρικοί και τσελιγκάδες.

Η άφιξή μου είχε συμπέσει λίγο πριν από τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης όπου ολόκληρη η χώρα έριζε αν θα έπρεπε να επιλεγεί για τις συνεδριάσεις των βουλευτών ο Δαμαλάς ή το Καστρί. Οι κάτοικοι του αρχιπελάγους επέμεναν πεισματικά για τον Δαμαλά ενώ οι Μοραΐτες για το Καστρί. Επειδή λοιπόν η τότε κυβέρνηση σε συναίνεση με τους νησιώτες πήρε την απόφαση υπέρ του Δαμαλά, ο Κολοκοτρώνης πήρε το μέρος των κατοίκων του Μοριά. Κι επειδή είχε σταθερά την πρόθεση να κάνει την Εθνοσυνέλευση στο Καστρί ή, αν όχι να τη ματαιώσει, στρατοπέδευσε εδώ στα Καστρί με συνοδεία τον κατά το ήμισυ Τούρκο και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνα αφέντη των αμπελώνων της Γαστούνης το γέρο-Σισίνη.

Δεν είχαμε ρίξει ακόμη καλά – καλά άγκυρα ανάμεσα στα ωραία ερείπια του αρχαίου λιμανιού της Ερμιόνης, όταν ένας τσαούσης ανέβηκε στο κατάστρωμα και έπειτα από τις τυπικές χαιρετούρες άρχισε να ρωτάει:
- Ποιο είναι το όνομα του καραβιού;
- Σαν Λορέντζο.
- Αγγλικό;
- Όχι γενοβέζικο.
- Από πού έρχεστε;
- Από το Παλέρμο.
- Που πηγαίνετε;
- Δεν ξέρω ακόμη.
- Τι φορτίο έχετε;
- Διάφορα είδη, κυρίως αλάτι.
- Αφήστε με να πετάξω μια ματιά …
Έδωσα διαταγή να γεμίσουν ένα δοχείο με αλάτι και να το φέρουν πάνω. Ο τσαούσης αφού δοκίμασε έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και ενθουσιασμού.
- Για το Θεό, τι παράξενο πράμα! Αυτό δεν είναι αλάτι, είναι καθαρό χιόνι! Τι θαύμα μωρέ είναι τούτο:
Οπότε με παρακάλεσε να του αφήσω το γεμάτο δοχείο για την κουζίνα της «Εξοχότητάς του».
- Ποιας «εξοχότητας» τον ρώτησα.
- Ορέ! έκραξε. Δε μάθατε ορέ, πως η εξοχότητά του, ο στρατηγός Κολοκοτρώνης, ο αρχιστράτηγος των στρατευμάτων του Μοριά, πως έχει στρατοπεδεύσει στο Καστρί, περιμένοντας την Εθνοσυνέλευση;
- Πως είναι δυνατόν εγώ να τα ξέρω όλ’ αυτά, του απάντησα.
- Έχεις δίκιο, μου είπε. Αλλά τώρα πες μου, ρούμι δεν έχετε;
- Αν έχουμε λέει; Και μάλιστα vera fabrica de Jamaica2
- Θαύμα! Μου δίνεις ένα μπουκάλι;
Ο παραπάνω διάλογος έγινε στη γλώσσα εκείνη που τη λένε lingua franca, ένα μείγμα από όλες τις γλώσσες, κυρίως από τα ιταλικά και τα γαλλικά.
Το μπουκάλι με το ρούμι το έφεραν και ο τσαούσης δοκίμασε ένα ποτήρι.
Σκέτο σπίρτο, είπε και πρόσθεσε απευθύνοντας το λόγο σ’ έναν από τους συνοδούς του.
- Ορέ Παναγιωτάκη κερατά τράβα στο στρατηγό και πες του πως άραξε δω ένα σκυλί από τη φραγκιά με το καράβι του γεμάτο αλάτι που είναι ακόμη πιο άσπρο κι από το φάντασμα του πρόγονου ούλων των Φράγκων και ρούμι πες του «βέρα φάμπρικα ντε Τζαμάικα»! Κουνήσου χαζέ!
Ο Παναγιωτάκης το’ βαλε στα πόδια με τη σβελτάδα μιας φοβισμένης μαϊμούς και ο τσαούσης είπε:
- Σινιόρ καπιτάνο, η εξοχότητά του ο στρατηγός αγαπάει πολύ το ρούμι.
- Θα στείλω στην εξοχότητά του μια δωδεκάδα μποτίλιες με ρούμι και θα το θεωρήσω τιμή μου να δεχθείτε κι εσείς μερικά μπουκάλια.
- Μετά χαράς, σινιόρ καπιτάνο. Να ζήσεις χίλια χρόνια. Μήπως έχετε μπαρούτι;
- Μπαρούτι δεν έχουμε, αλλά έχουμε κάρβουνο, του είπα.
- Αμάν, κάηκα. Δεν έχεις μπαρούτι κι έχεις κάρβουνο; Τι’ ν αυτό;
Έδωσα διαταγή να φέρουν απάνω ένα καλάθι πετροκάρβουνα, προσπαθώντας να εξηγήσω στον τσαούση τη χρησιμότητά τους.
- Α, ναι κατάλαβα, είπε ο τσαούσης είναι ξυλοκάρβουνα.

Έβαλαν το καλάθι μπροστά στα πόδια του κι επειδή αυτός δεν αμφέβαλε πως ήταν ξυλοκάρβουνα, θέλησε να το σηκώσει με μικρή προσπάθεια, όμως έχασε τόσο πολύ την ισορροπία του που παρά λίγο να πέσει κατακέφαλα στο καλάθι. Οπότε τινάζεται με ορμή όρθια, φτύνει μια βρισιά που σήμαινε στα ελληνικά πως κάνει έρωτα με τη μάνα του, παίρνουν τα σκάγια κι εμένα, και ότι όλοι οι Φράγκοι είναι ψεύτες και πως ο ίδιος δεν είναι τόσο χαζός να πιστέψει πως με πέτρες μπορεί να ανάψει φωτιά. Λέγοντας αυτά τραβάει από το ζωνάρι του μια μπιστόλα και ρίχνει μέσα στα κάρβουνα, χωρίς όμως να καταφέρει παρά να καεί η ίσκα. Τελικά τον καθησύχασα οδηγώντας τον στην κουζίνα του καραβιού όπου μπορούσε να δει πως έκαιγαν τα κάρβουνα. Οπότε παίρνει από τη φωτιά ένα αναμμένο κάρβουνο και το βάζει στο τσιμπούκι του. Επειδή, όμως δεν βρήκε τη γεύση ευχάριστη, πήρε ένα άλλο αναμμένο κομμάτι, το μύρισε, το έγλειψε, το τύλιξε προσεκτικά σ’ ένα κομμάτι χαρτί και το’ χωσε στην τσέπη του.
Η ανακάλυψη πως οι Φράγκοι ανάβουν φωτιά με τις μαύρες πέτρες, αναστάτωσε το μυαλό του τσαούση. Με σκοτεινιασμένο το βλέμμα κατέβηκε από το μπρίκι καταπτοημένος και μπαίνοντας στη βάρκα άρχισε να κάνει το σταυρό του. Σταυρωνόταν και ξανασταυρωνόταν μέχρι που τον χάσαμε από τα μάτια μας.
Εν τω μεταξύ είχα ετοιμάσει μια βάρκα με τα μπαξίσια μου για το στρατηγό που σε ανταπόδοση με είχε καλέσει σε μεσημεριάτικο γεύμα.

Ο γενοβέζος καπετάνιος συνεχίζει την αφήγησή του.
Γύρω στις έξι το βράδυ κατέβηκα στην ξηρά κι αφού περπάτησα μέσα από οργωμένα χωράφια όπου έβλεπε κανείς εδώ κι εκεί σκορπισμένα απομεινάρια από έργα γλυπτικής, έφθασα στο στρατόπεδο του αρχιστράτηγου του Μοριά και των παλικαριών του. Πουθενά δεν έβλεπες μια σκηνή. Για στέγαστρα χρησιμοποιούσαν τις σίγουρες κάπες με τις κουκούλες ή κάποιο ξεμοναχιασμένο λιόδενδρο. Είχαν ανάψει ένα σωρό φωτιές και τα περισσότερα παλικάρια βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση για να προετοιμάσουν το γεύμα. Ιδιαίτερα μου χτύπησε στο μάτι ένα ζώο που ήταν λίγο μεγαλύτερο από ένα μεγάλο λαγό και τον είχαν περάσει σε μια σούβλα στηριγμένη σε δυο κάθετες πέτρες κι ανάμεσά τους να φουντώνει μια δυνατή φωτιά από κλαδιά πεύκου. Καθισμένος σταυρωτά στην άκρη της είχε το καθήκον ένας νεαρός με βρώμικα ρούχα να γυρίζει τη σούβλα. Τα εντόσθια του ζώου και το δέρμα του που άχνιζε ακόμη βρίσκονταν δίπλα του, και συμπέραινε κανείς πως αυτό που γύριζε στη σούβλα ήταν ένα αρνάκι γάλακτος. Ένα άτομο που η φουστανέλα του έσταζε αίμα, ήταν απασχολημένο να ξεχωρίσει σε κομμάτια τις λιχουδιές των εντοσθίων και να τα μοιράσει σε έξι ως οκτώ χορταστικές μερίδες που τις έβαλε έπειτα πάνω στην καυτή στάχτη.
Μόλις με αντίκρισε ο τσαούσης, έτρεξε καταπάνω μου, με αγκάλισε και με φίλησε ηχηρότατα και στα δυο μάγουλα κατά τρόπο που ευχαρίστως να μου έλειπε. Οπότε συμμαζεύτηκε και με χαιρέτησε όπως συνηθίζουν οι Φράγκοι, σφίγγοντάς μου το χέρι και λέγοντας:
- Η Εξοχότητά του είναι ανυπόμονη να σας δει.
Αμέσως χωρίς τυπικότητες με πήγε στο στρατηγό του.
Ο Κολοκοτρώνης σηκώθηκε από το κάθισμά του, μου έτεινε το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό έβγαζε το σκούφο του, μια ευγένεια που ένας Έλληνας ποτέ δεν δείχνει σ’ έναν άλλον παρά μόνο σ’ ένα Φράγκο που πάει με πρόθεση να τον καλοπιάσει.
- Καλησπέρα σας! Οι Φράγκοι με φιλικά αισθήματα απέναντί μας είναι πάντα ευπρόσδεκτοι από έναν ταπεινό αρματολό και κλέφτη.
- Η εξοχότητά σας αδικεί το στρατηγό Κολοκοτρώνη που τα κοπάδια του βόσκουν σ’ όλους τους λόφους της Αργολίδας.
- Ο σινιόρ καπιτάνο ξέρει από παλιά την Ελλάδα. Αν έχω όμως παχιά πρόβατα, έχω άλλο τόσο και παλικάρια – πεινάλες, κι έτσι γινόμαστε πάτσι. Λοιπόν τι νέα έχουμε; - - Ο μυλόρδος Κόχραν, που είναι πάλι τούτος; Γιατί δεν περνάει από μας;
- Όταν άφησα το Παλέρμο, στρατηγέ, είχε φύγει ο λόρδος Κόχραν από το λιμάνι της Μασσαλίας, όπως άκουσα, και είχα ελπίσει πως θα τον συναντούσα εδώ.
- Μακάρι να είχε έρθει! Θα είχε κάψει κιόλας τα γένια των Τουρκαλάδων.
- Ας ελπίσουμε ότι και σε σας δεν θ’ αφήσει μια τρίχα στο κεφάλι για να πιαστεί ο άγγελος που θα μπορούσε να σας οδηγήσει στον παράδεισο.
- Κι εμείς οι Πελοποννήσιοι δεν φανήκαμε άντρες. Τραβήξαμε από την Πάτρα ή την Καλαμάτα χωρίς να τολμήσει ούτε ένας Τούρκος να ξεμυτίσει στο δρόμο μας.   
- Η εξοχότητά σας στρατηγέ μου, είναι αντρειωμένη και οι Μοραΐτες είναι αξεπέραστοι, αλλά το αραπόσκυλο ο Ιμπραήμ κλείνεται στα κάστρα σας κι το ελληνικό μολύβι, το ατσάλι ή κι αυτό ακόμη το ελληνικό θάρρος, δεν είναι σε θέση να σπάσει ένα πέτρινο τείχος.
Γέλασε ο πρίγκιπας των παλικαριών και είπε:
- Αν σκεφτεί ο σκυλάραπας το τι έπαθε στην Τριπολιτσά, θ’ αρχίσει να τρέμει.                
- Η εξοχότητά σας κυρίεψε την πόλη και τα δεινά που έπαθε η Ελλάδα από το φρικαλέο εχθρό της το εκδικήθηκε σφάζοντας όλους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά της άμοιρης πόλης. Εξοχότατε είσαστε τουρκοφάγος.
- Ελάτε, είπε διακόπτοντάς με,. Το φαγητό είναι έτοιμο. Πρέπει όμως πρώτα να σας συστήσω στο σοφό Σισίνη, τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης.
Έκανα μια βαθιά υπόκλιση στον πρόεδρο που η φυσιογνωμία του εκτός από το πονηρό βλέμμα, δεν ξεχώριζε με τίποτε το ιδιαίτερο.
Ο στρατηγός κάθισε σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι ύψους έξι δακτύλων, που το είχαν φέρει από το χωριό. Με έβαλαν να καθίσω δεξιά του ενώ στα αριστερά του κάθισε ο πρόεδρος Σισίνης. Τον υπόλοιπο χώρο κατέλαβαν οι πιο δοξασμένοι οπλαρχηγοί της συνοδείας του, ενώ άλλοι μικρότερης σημασίας, περίπου 20 έως 30 άτομα τοποθετήθηκαν γύρω μας σε μικρές ομάδες.
Τραπεζομάντηλα, μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια, πιατέλες, πιάτα, όλ’ αυτά απουσίαζαν. Στη μέση του τραπεζιού βρισκόταν μια τεράστια ξύλινη γαβάθα διαμέτρου δύο ποδιών, γεμάτη σαλάτα, θα έπρεπε να πω μάλλον μ’ ένα ραγκού τούτι – φρούτι αφού το μείγμα το αποτελούσαν σαρδέλες, ένα είδος αντζούγες, μπαχαρικά, κάρδαμο, μαρούλι, πράσο, μαύρες ελιές, και υπερβολικά πολύ κρεμμύδι. Το σύνολο ήταν περιχυμένο με σκορδαλιά, λάδι, ξύδι, κρασί και αλάτι, χτυπημένα όλα μαζί με ένα γουδί για να γίνει κρέμα. Υπήρχαν στο μείγμα εδώ κι εκεί κομματάκια από κασκοβάλι, ένα τυρί από γάλα κατσίκας που το παράγουν στην Ανατολία. Ανάμεσα διέκρινε κανείς κομμάτια από χοντροκομμένο μαύρο ψωμί και καραβίσια γαλέτα.
Το γεύμα άρχισε πίνοντας εις υγείαν μια γουλιά ρακή ή ούζο.
- Εβίβα σινιόρ καπιτάνο, είπε ο στρατηγός κατεβάζοντας μια γουλιά. Δεν θα θέλατε να δοκιμάσετε τη σαλάτα μας;
Έκανα μια καταφατική κίνηση, αλλά καθυστερούσα ροκανίζοντας μια γαλέτα για να διαπιστώσω με ποιο τρόπο θα άρχιζαν οι ομοτράπεζοί μου τη λεηλασία της γαβάθας, προσέχοντας να μη κάνω καμιά λάθος κίνηση που θα με κατέβαζε στην εκτίμησή τους. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ. Ο στρατηγός άπλωσε το χέρι του στην πιατέλα, άρπαξε ένα κομμάτι όσο χωρούσε στη φούχτα του, το βούτηξε στα γερά στο ζουμί και το έχωσε στο στόμα του. Κι ό,τι δεν χωρούσε μέσα, έσταζε πάνω από το πιγούνι και το γυμνό του στήθος προς τα κάτω. Έπειτα ανέσυρε από το ραγκού μια σαρδέλα, της έβγαλε με τα νύχια του επιδέξια το ψαροκόκαλο, έχωσε τη μίση σαρδέλα στο στόμα του και την άλλη μισή – ώ της αηδίας – στο δικό μου λέγοντας:
- Bono per lo stomeicho! Κάνει καλό στο στομάχι!
Με μια απεγνωσμένη προσπάθεια κατάπια τη σαρδέλα και παρακάλεσα να μου δώσουν κρασί. Ένα όμορφο κοριτσόπουλο με μαύρο μάτι που, όπως έμαθα αργότερα, το είχαν αναγκάσει να κάνει τη δουλειά του οινοχόου, μου έφερε μια χύτρα, ένα στρογγυλό ρηχό από ακατέργαστο μέταλλο δοχείο περίπου ενάμιση λίτρου, από το οποίο δεν μπορούσε κανείς να πιει άνετα.
Πριν αγγίξω με τη χύτρα τα χείλη μου δεν παρέλειψα να πω: Εις υγείαν σας!
Η γαβάθα με τη σαλάτα είχε κιόλας κάνει φτερά όταν πλησίασε ο αιματοβριθής χασάπης με τα καβουρντισμένα εντόσθια που όταν τα είδα αναστατώθηκαν όλα τα νεύρα του στομαχιού μου. Η συντροφιά έδειχνε να καταβροχθίζει το αναθεματισμένο έδεσμά της μετά μεγίστης ορέξεως, μόνο που εγώ ήταν αδύνατον να τα καταφέρω. Στη συνέχεια σέρβιραν το αρνί, δηλαδή το’ βαλαν μαζί με τη σούβλα του όπως ήταν πάνω στο τραπέζι. Ο Κολοκοτρώνης τράβηξε το γιαταγάνι, έκοψε σε φέτες το ψητό αρνί, μου έδειξε με το δάκτυλο το κομμάτι που προόριζε για μένα, και με δυο ή τρία τεμάχια ακόμη το πάσαρε στο χέρι μου. Τη μερίδα μου αποτελούσαν τρεις ή τέσσερις πλευρές και παραβλέποντας όλες τις ευρωπαϊκές μου προκαταλήψεις αφού ο τρόπος του μαγειρέματος μου έκοψε την όρεξη, πρέπει να ομολογήσω πως σε όλη μου τη ζωή δεν πέρασε από το στόμα μου τόσο εύγεστη λιχουδιά.
Αφού πρόσφερε ο στρατηγός στον εαυτό του και στο γέρο – Σισίνη ανάλογες μερίδες, άφησε για τους υπόλοιπους ό,τι είχε διαφύγει το ‘μοβόρο γιαταγάνι του, συνιστώντας με έμφαση σε όλους να ‘φήσουμε πάση θυσία άθικτο το κεφάλι του αρνιού. Με σκοτεινή προαίσθηση έβλεπα σε λίγο να επιστρέφει η νεκροκεφαλή στην αφετηρία της τον αρχιστράτηγο, αφού την έκοψαν στο μεταξύ στα δύο. Ο Κολοκοτρώνης ξανάρχισε τη χασάπική του τέχνη βγάζοντας από το κεφάλι του αρνιού τη γλώσσα και κόβοντάς την σε τρία κομμάτια. Τα δύο από αυτά τα μοίρασε με τα δάχτυλά του σε μένα και στο Σισίνη., ενώ την τρίτη μερίδα την κράτησε για τον εαυτό του. Είδα με μεγάλη χαρά να καταβροχθίζει τα μυαλά και με έπιασε ένας κρύος φόβος όταν αντίκρισα πως μου έπεφτε εμένα ένα κομμάτι από αυτά. Από το υπόλοιπο κεφάλι του αρνιού χρεώθηκε στο λογαριασμό μου το ένα μάτι, ενώ με το άλλο τιμήθηκε ο πρόεδρος Σισίνης. Σας λέω, ένα ολόκληρο μάτι με τον κερατοειδή χιτώνα, την ίριδα, τον κρυστάλλινο φακό, τον αμφιβληστροειδή του μαζί με τα υπόλοιπα εξαρτήματα ενός πλήρους οφθαλμού, τον οποίο μου πρόσφερε ο στρατηγός αφού τον πέρασε στη φοβερή άκρη του γιαταγανιού του.
Αφού μάζεψαν τα απομεινάρια των φαγιών από το τραπέζι, έστρωσαν πάνω του ξερά σύκα, μύγδαλα, χουρμάδες, σταφίδες και φρούτα σε γυάλες. Η χύτρα ξαναγέμισε, άναψαν τους δαυλούς, ενώ το κορίτσι μοίρασε στους συμποσιαστές νερό, σαπούνι και πετσέτες.
Ξέχασα να αναφέρω μια ιδιόρρυθμη συνήθεια ενός ελληνικού γεύματος, δηλαδή ότι αφού μπουζουριαστούν οι ομοτράπεζοι, αρχίζουν να λύνουν τα ζωνάρια τους κι ότι όσο συχνά αφήνει ο καθένας τους να του ξεφεύγουν ορισμένοι ήχοι από πάνω και κρότοι από κάτω, που στις δικές μας χώρες θεωρούνται πολύ απρεπείς, στην Ελλάδα όμως χαρακτηρίζονται απλώς ως «ρεψίματα» με διαφορετική έξοδο, τόσο περισσότερο αισθάνεται ο οικοδεσπότης να τον τιμούν, ο οποίος και δεν παραλείπει να ανταποκριθεί σε αυτές τις πολύ αμφίβολες «εκρήξεις» των τιμητικών ευχαριστιών με τη συνηθισμένη χειρονομία του χαιρετισμού και της ευχής λέγοντας βροντερά:
Καλή χώνεψη αφέντες …
Μερικοί Φράγκοι, καλεσμένοι σε ελληνικά γεύματα ανάλογων κύκλων που δεν τα κατάφεραν να επιβεβαιώσουν τον ενθουσιασμό τους για τη φιλοξενία κατά τον παραπάνω τρόπο, θεωρήθηκαν άνθρωποι με ελαττωμένο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πει ο Έλληνας:
Κρίμα, δεν σας άρεσε φαίνεται το φαγητό! Δεν άκουσα ρέψιμο …    
- Το γεύμα τέλειωσε, είπε ο Κολοκοτρώνης. Μήπως θέλει ο αφέντης να καπνίσει;
- Μάλιστα, φώναξα.
- Φέρε στον αφέντη ένα τσιμπούκι, διάταξε ο στρατηγός.
Μου έφερε ένα παλικάρι ένα τσιμπούκι από ξύλο βυσσινιάς τέσσερα πόδια μήκος. Αφού το δοκίμασε ο ίδιος ώσπου η ρουφηξιά να βγάλει γιομάτη καπνιά, σκούπισε με το χέρι το κεχριμπαρένιο στόμιο, και μου πρόσφερε το τσιμπούκι, βάζοντας το χέρι του στην καρδιά.
- Ορίστε το τσιμπούκι, αφέντη!
- Το τσιμπούκι σας σινιόρ καπιτάνο.
Καθώς το κρασί έκανε τον κύκλο των συνδαιτυμόνων, είχε γεμίσει σε λίγο η ατμόσφαιρα ζωηρές φωνές κεφιού. Πίναμε στην υγεία όλων των Δυνάμεων της Ευρώπης για τις οποίες πιστεύαμε πως αγαπάνε την ανεξάρτητη Ελλάδα, κι ευχόμαστε ταυτόχρονα το χαμό των Αυστριακών και την εξόντωση των Τούρκων.
Ακόμη και ο γέρο – Σισίνης είχε πάρει φωτιά και ήθελε όπως έλεγε να είναι στρατιώτης μόνο και μόνο:
Per bevere del sangue Austriaco «για να πιει το αίμα του Αυστριακού».
Στο τέλος χόρεψαν τα παλικάρια τον «ρομαίικο», τον μικρέγγονο του πυρρίχιου, και τραγούδησαν τραγούδια κλέφτικα, των τσελιγκάδων και του έρωτα.
Τη γενική ευθυμία που επικρατούσε τη χάλασε ο καβγάς ανάμεσα σε δύο οπλαρχηγούς που εμένα όμως πολύ με διασκέδασε. Έβριζε ο ένας τον άλλο «κλέφτη, ψεύτη, παλιάνθρωπο, δειλό» όχι όμως και «κερατά». Κι ο Κολοκοτρώνης έδωσε ένα τέλος στον καυγά τραβώντας από το σελάχι του μια πιστόλα, τη σήκωσε ψηλά και βρίζοντας απαίσια είπε στα σοβαρά πως σ’ εκείνον που θα τολμούσε να πει ακόμη μια λέξη, θα του φύτευε μια σφαίρα στο κεφάλι.
Είχε νυχτώσει για καλά όταν ευχαρίστησα για τη φιλοξενία του τον «ταπεινό κλέφτη», το Γέρο του Μοριά. Και το χρωστάω μάλλον στη φιλάνθρωπη βοήθεια  του φίλου μου, του τσαούση, παρά στη σταθερότητα των ποδιών μου το ότι είχα φτάσει σώος και αβλαβής στο καράβι μου «Σαν Λορέντζο».

Πηγές
Καθημερινή 3-2-1999 & 10-2-1999 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου