Πετώντας ψηλά, έχεις αίσθηση της τρίτης διάστασης, και της καμπυλότητας του χώρου. Με πανοραμική άποψη παρακολουθείς τα γεγονότα στο βάθος του χώρου και του χρόνου.

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Αστροναύτες vs Βολιστήρες

Εξερεύνηση του διαστήματος: δουλειά για ανθρώπους - όχι για ρομπότ
 Τα ρομπότ που εξερευνούν πλανητικές επιφάνειες δεν είναι ούτε τόσο φθηνά, ούτε τόσο αποτελεσματικά –όσο διατυμπανίζουν οι υπέρμαχοι της αυτοματοποιημένης διαπλανητικής έρευνας. Μια επανδρωμένη αποστολή στον Άρη θα ήταν τελικά πολύ αποδοτικότερη από όλα μαζί τα ρομποτικά τροχοφόρα –και όχι και τόσο ακριβότερη αν λάβει κανείς υπόψη του την τελική αξία της γνώσης που θα αποκομιστεί.
NASA/ Washington Post, http://www.noesis.edu.gr/
Άρθρο του Θανάση Βέμπου, www.vembos.gr


Εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια ο άνθρωπος πηγαινοέρχεται στο διάστημα. Είναι γεγονός βέβαια ότι οι αρχικοί υπεραισιόδοξοι οραματισμοί αποδείχθηκαν τραγικά λανθασμένοι. Ο άνθρωπος μπορεί να έφτασε στη Σελήνη σε χρονικό διάστημα μικρότερο της δεκαετίας μετά την πρώτη του εξόρμηση στο κοσμικό χάος, αλλά έμεινε εκεί. Μετά το 1972 απλώς βολοδέρνει σε περιγήινη τροχιά, ενώ τα διάφορα φιλόδοξα σχέδια που εκπονούνται, αποδεικνύονται απατηλά. Οι αιτίες για τις οποίες τα επανδρωμένα διαστημικά προγράμματα τράβηξαν αυτό το δρόμο είναι πολλές και ποικίλες. Στις σελίδες αυτού του περιοδικού έχουμε πολλές φορές αναλύσει τις κρυφές πτυχές της ιστορίας της αστροναυτικής. Όμως κατά περίεργο τρόπο, η υψηλή τεχνολογία φαίνεται να είναι ο χειρότερος εχθρός των επανδρωμένων πτήσεων και κατ’ επέκταση της επανδρωμένης διαστημικής εξερεύνησης.
Η τεχνική πρόοδος απαρχαιώνει συνεχώς τα υπό σχεδιασμό διαστημικά προγράμματα. Ένα καλό ιστορικό παράδειγμα είναι ο ρόλος του επανδρωμένου διαστημικού σταθμού. Στον πρώτο σταθμό που σχεδίασε ο Βέρνερ φον Μπράουν το 1952, οι εργασίες που θα πραγματοποιούνταν εκεί (στρατηγική κατασκοπεία, τηλεπισκόπηση, μετεωρολογικές προβλέψεις) ουσιαστικά είναι ακριβώς εκείνες που πραγματοποιούνται στο διάστημα σήμερα, εξήντα χρόνια αργότερα. Όμως η διαφορά είναι ότι σήμερα αυτές τις εργασίες τις έχουν αναλάβει μη επανδρωμένα διαστημόπλοια. Σήμερα, κανείς δεν εξετάζει καν το ενδεχόμενο επανδρωμένων δορυφόρων κατασκοπείας, τηλεπισκόπησης, μετεωρολογίας κλπ, επειδή απλούστατα αυτές οι εργασίες πραγματοποιούνται με ασύγκριτα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από μη επανδρωμένα συστήματα αντί από μια ομάδα αστροναυτών στο Διαστημικό Τροχό του φον Μπράουν. Απλούστατα, το 1952 οι τεχνικές φωτογράφησης απαιτούσαν φιλμ που έπρεπε να υποστεί επεξεργασία και η αποστολή ραδιοσημάτων απαιτούσε ηλεκτρονικό εξοπλισμό με σωλήνες κενού που έσπαζαν διαρκώς και χρειάζονταν πληρώματα που θα τους επισκεύαζαν επί τόπου. Ακόμα και ο μεγάλος οραματιστής Άρθουρ Κλαρκ παραδέχεται πως δεν είχε οραματιστεί μη επανδρωμένους τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους μέχρι που αυτοί έκαναν την εμφάνισή τους. Οι τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι που περιγράφονται στα μυθιστορήματα και άλλα βιβλία του Κλαρκ ήταν πάντα πελώριες κατασκευές με πολυάριθμα πληρώματα, τροχιακές εκδοχές των κέντρων υπολογιστών της αεράμυνας SAGE που εκείνη την εποχή κατασκευάζονταν στη Βόρεια Αμερική. Ακόμα και το 1976 ο Κλαρκ εξακολουθούσε να προβλέπει πως τελικά οι επανδρωμένες πλατφόρμες κεραιών που οραματιζόταν θα αντικαθιστούσαν τους μη επανδρωμένους τηλεπικοινωνιακούς δορυφόρους.
Η κοσμογονία που πραγματοποιήθηκε στο πεδίο της μικροηλεκτρονικής και της πληροφορικής, επέτρεψε την δημιουργία φθηνών και αποτελεσματικών ρομπότ που, στο πεδίο της διαπλανητικής εξερεύνησης, μπορούν να παράγουν πολύ σημαντικότερο έργο από εκείνο των αστροναυτών. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η καθεστηκυία άποψη…
Άραγε κατά πόσον αυτή η άποψη είναι τόσο «αναμφισβήτητη» όσο ισχυρίζονται οι ουκ ολιγάριθμοι υποστηρικτές της;

Η «απειλή» της υψηλής τεχνολογίας
Το επικρατούν επιχείρημα συνοψίζεται ως εξής: η ρομποτική εξερεύνηση είναι φθηνότερη από την επανδρωμένη και η συνεχιζόμενη εξέλιξη της υψηλής τεχνολογίας αυξάνει ολοένα τη δυνατότητα των ρομποτικών βολιστήρων ενώ παράλληλα μειώνει περαιτέρω το κόστος αλλά και το μέγεθός τους. Οι υποστηρικτές της ρομποτικής εξερεύνησης θεωρούν ότι η δυναμική αυτή θα ωθήσει την κατάσταση σε ένα σημείο στο οποίο η ανθρώπινη παρουσία στο διάστημα θα καταντήσει απαρχαιωμένη και περιττή.
Είναι βέβαια γεγονός ότι τα επανδρωμένα διαστημικά προγράμματα έχουν τεράστιο κόστος. Το πρόγραμμα Apollo για την κατάκτηση της Σελήνης κόστισε $175 δισ. με σημερινές τιμές. Κάθε πτήση διαστημικού λεωφορείου κόστιζε (σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς), σχεδόν $1,5 δισ. Το κόστος του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού στον οποίο εξαμελείς ομάδες πραγματοποιούν βάρδιες, ήταν $150 δισ. μέχρι το 2010. Βέβαια εδώ θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς το επιχείρημα ότι τέτοια κονδύλια ωχριούν πχ μπροστά στο κόστος του Πολέμου στο Βιετνάμ ($700 δισ.) της εισβολής στο Ιράκ ($600 δισ.), πολλώ δε μάλλον μπροστά στο κόστος διάσωσης των αμερικανικών τραπεζών από το 2007 και εφεξής το οποίο, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των $7,34 τρισεκατομμυρίων! Όμως τέτοιες συγκρίσεις είναι άγονες επειδή αφορούν ανόμοια πράγματα. Ας ξεχάσουμε για λίγο το οικονομικό κόστος κι ας δούμε το θέμα από μια άλλη πλευρά.
Ακόμα και οι υποστηρικτές των ρομποτικών βολιστήρων παραδέχονται ότι η επανδρωμένη εξερεύνηση έχει κάποια αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα. Αυτά θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:
Συγκριτικά με τα αυτόματα μηχανήματα, οι αστροναύτες έχουν απείρως μεγαλύτερη επιτόπια δυνατότητα λήψης αποφάσεων και ευελιξία καθώς επίσης και αυξημένη δυνατότητα πραγματοποίησης απρόσμενων ανακαλύψεων (κάτι που στα Αγγλικά αποκαλείται με τον όρο ‘serendipity’ που δε μεταφράζεται επακριβώς).

Οι αστροναύτες έχουν απείρως μεγαλύτερη δυνατότητα να μετακινούνται στην επιφάνεια της Σελήνης ή ενός πλανήτη, μεταφέροντας μαζί τους πολύ περισσότερα εργαλεία και διανύοντας πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις. Ένα τυπικό παράδειγμα: οι δυο αστροναύτες του Apollo 17 εξερεύνησαν τη Σελήνη και διάνυσαν 35,7 χλμ μέσα σε τρεις μέρες το Δεκέμβριο του 1972. Το «υπερεξελιγμένο» ρομποτικό τροχοφόρο Opportunity διάνυσε ελαφρώς μικρότερη απόσταση στην επιφάνεια του Άρη, αλλά μέσα σε οκτώ ολόκληρα χρόνια (Ιανουάριος 2004 – Δεκέμβριος 2011).
Στην περίοδο 1969-1972, δώδεκα αστροναύτες εξερεύνησαν έξι διαφορετικά σημεία της Σελήνης σε ισάριθμες προσσεληνώσεις, συλλέγοντας και φέρνοντας στη Γη συνολικά 382 κιλά γεωλογικών δειγμάτων. Οι τρεις σοβιετικοί αυτόματοι βολιστήρες που πέτυχαν στην αποστολή τους κατάφεραν να επιστρέψουν σεληνιακά δείγματα (Luna 16, 20 και 24) με συνολικό βάρος μόλις 320 γραμμάρια! Πάλι στην περίπτωση της εξερεύνησης της Σελήνης, οι αστροναύτες είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μίνι-γεωτρήσεις για να συλλέξουν δείγματα από κάποιο βάθος, να αναποδογυρίσουν πέτρες, να στήσουν στην επιφάνεια περίπλοκο εξοπλισμό, να τον συνδέσουν και να τον συντηρήσουν.

Η παρουσία αστροναυτών θα ήταν εκ των ων ουκ άνευ για τη δημιουργία ογκώδους διαστημικής υποδομής προκειμένου να υποστηριχτεί η διαστημική αστρονομία και άλλες επιστημονικές εφαρμογές. 
Σε ό,τι αφορά το τελευταίο σημείο αρκεί κανείς να θυμηθεί τις πέντε επανδρωμένες αποστολές στο περίφημο Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble, χάρη στις οποίες το όργανο αυτό έγινε δυνατό να υποστεί «σέρβις» χωρίς τα οποία θα είχε τερματίσει τη λειτουργία του εδώ και πολλά χρόνια. Και ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς χάρη σε μια περίπλοκη επανδρωμένη αποστολή, έγινε εφικτή η διόρθωση της «μυωπίας» του Hubble (λίγο μετά την εκτόξευσή του, το 1990, είχε γίνει αντιληπτό ότι εξαιτίας ενός κατασκευαστικού ελαττώματος, οι εικόνες που θα μετέδιδε θα ήταν απογοητευτικά θολές). Οι εκπληκτικές εικόνες που μεταδίδει το Hubble εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια, οι οποίες όχι μόνο συνάρπασαν το ευρύ κοινό αλλά και άνοιξαν απίστευτους νέους ορίζοντας στην αστροφυσική, οφείλονται ακριβώς στις επανδρωμένες αποστολές που το επιδιόρθωσαν και το συντήρησαν.
Από την άλλη μεριά όμως, το Hubble και τα αντίστοιχα αυτόματα μηχανήματα εξερεύνησης του Ηλιακού Συστήματος έκλεψαν όλη τη δόξα, ακριβώς επειδή τα πλάνα που μεταδίδουν είναι πιο… sexy. Απλούστατα, οι εργασίες που γίνονται σε επανδρωμένες αποστολές με το διαστημικό λεωφορείο και στον Διαστημικό Σταθμό είναι βαρετές. Εδώ και σαράντα χρόνια, το επανδρωμένο πρόγραμμα κυνηγά την ουρά του. Κακά τα ψέματα, Skylab, Salyut, Mir, ISS, είναι όλα –σε τελική ανάλυση- ένα μεγάλο χασμουρητό. Μόνο μανιακοί μελετητές διαστημικών trivia μπορούν πλέον να θυμηθούν τις αποστολές στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, τη σύνθεση των πληρωμάτων και τις εργασίες που αυτά πραγματοποίησαν (καθώς επίσης και τα μπανάλ, κοινότυπα και απολύτως προβλέψιμα μηνύματα που τα πληρώματα απεύθυναν στο γήινο κοινό). Μπορεί ο Ιταλός αστροναύτης Πάολο Νέσπολι (βλ. και τη συνέντευξη που μας παραχώρησε στο προηγούμενο τεύχος), να τράβηξε πάνω από 20.000 καταπληκτικές φωτογραφίες της Γης, αλλά ούτε μία από αυτές δεν μπορεί να συγκριθεί με τις κλασικές σεληνιακές φωτογραφίες οι οποίες γέμιζαν τις σελίδες του National Geographic, του Time και του Life κατά τη διάρκεια του προγράμματος Apollo. Σήμερα οι πραγματικά θαυμαστές, συναρπαστικές και εξωκοσμικές φωτογραφίες είναι εκείνες που μεταδίδουν μη επανδρωμένοι βολιστήρες και ρομπότ, όπως το Hubble, το Cassini και τα αρειανά τροχοφόρα…

Στη δεκαετία του 1960 οι αστροναύτες έκαναν κάτι ριζικά καινούργιο σε κάθε αποστολή ενώ οι μη επανδρωμένοι βολιστήρες έστελναν ανιαρά και πολλές φορές ακατανόητα από το ευρύ κοινό επιστημονικά δεδομένα για την πυκνότητα των ηλεκτρονίων, τα gauss του μαγνητικού πεδίου και τη διακύμανση της θερμοκρασίας. Πριν το 1971, οι μοναδικές φωτογραφίες πλανήτη που είχαν φτάσει στη Γη ήταν κάτι θολά ασπρόμαυρα πλάνα του Άρη. Έπρεπε να φτάσει η εποχή των Viking και των Voyager μερικά χρόνια αργότερα για να αρχίσει το ευρύ κοινό να συναρπάζεται με την διαστημική εξερεύνηση. Μέχρι τότε όμως οι επανδρωμένες πτήσεις πέρα από την τροχιά της Γης είχαν πλέον σταματήσει. Παράλληλα, η πληροφορική είχε εξελιχθεί έτσι ώστε να διασφαλιστεί η «επικοινωνιακή επιτυχία» των διαστημικών βολιστήρων. Σήμερα, το PC ή το laptop σας διαθέτει μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ απ’ όση διέθετε το περίφημο JPL της NASA, το κέντρο ελέγχου των διαπλανητικών βολιστήρων, πίσω στα 1970. Μια απλή webcam είναι κλάσεις ανώτερη από την καλύτερη κάμερα του βολιστήρα Mariner που πρωτοφωτογράφησε τον Άρη το 1964. Κι αυτός είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο έχουμε σήμερα τα καταπληκτικά πλάνα τόσο από τους διαπλανητικούς βολιστήρες, όσο και από τα διαστημικά τηλεσκόπια. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να έχουμε το κάτοπτρο του Hubble το 1950 αλλά οι φωτογραφίες θα τραβιούνταν σε γυάλινες πλάκες με ένα κλάσμα μονάχα της αποτελεσματικότητας μιας κάμερας που σήμερα μπορεί να αγοράσει ο καθένας σε ένα οποιοδήποτε πολυκατάστημα ηλεκτρονικών ειδών. Κακά τα ψέματα, σήμερα οι μη επανδρωμένες διαστημικές αποστολές διεγείρουν πολύ περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού από οποιαδήποτε επανδρωμένη αποστολή. Όταν, στον απόηχο της τραγωδίας του Columbia, η NASA αποφάσισε να μην πραγματοποιήσει την τελευταία αποστολή σέρβις στο Hubble, καταδικάζοντάς το σε «πρόωρο θάνατο», τόσο ο επιστημονικός κόσμος όσο και το ευρύ κοινό ξεσηκώθηκαν. Όταν ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε την ματαίωση του προγράμματος Constellation –και τον τερματισμό του ήδη υπάρχοντος προγράμματος των διαστημικών λεωφορείων- ελάχιστα δάκρυα χύθηκαν. Από την πλευρά αυτή, η πρόοδος της υψηλής τεχνολογίας αποτελεί εχθρό της επανδρωμένης διαστημικής εξερεύνησης. Όσο περνά ο καιρός, μειώνονται σταθερά οι χρήσιμες εργασίες που μπορούν να γίνουν αποτελεσματικότερα στο διάστημα παρά στην επιφάνεια της Γης.

Το πρόβλημα είναι πως η αποτελεσματικότητα των επανδρωμένων αποστολών μπορεί να αποδειχθεί μόνο στην περίπτωση της εξερεύνησης πλανητικών επιφανειών. Οι αστροναύτες του Apollo μπορεί να έκαναν τα Surveyor, Lunokhod και Luna να φαντάζουν ασήμαντα. Όμως επειδή ακριβώς δεν έχουμε σήμερα αστροναύτες στον Άρη, τα αρειανά ρόβερ κλέβουν την παράσταση ελλείψει ανταγωνισμού. Όπως παρατήρησε το 2005 ο ίδιος ο Στιβ Σκουάιρς, principal investigator της ομάδας των αρειανών ρόβερ Spirit και Opportunity.
«Το ατυχές γεγονός είναι πως τα περισσότερα πράγματα που μπορούν να κάνουν τα ρόβερ μέσα σε ένα σολ [ένα αρειανό ημερονύκτιο] ένας άνθρωπος εξερευνητής μπορεί να τα κάνει μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό». Το ρόβερ Spirit σταμάτησε οριστικά να λειτουργεί εδώ και δυο χρόνια επειδή η σκόνη που είχε κατακαθήσει στα ηλιακά πάνελ τού στέρησε την απαιτούμενη ενέργεια. Μάταια οι επιστήμονες του κέντρου ελέγχου προσδοκούσαν να φυσήξει κάποιος δυνατός αρειανός άνεμος. Ένας αστροναύτης θα μπορούσε να καθαρίσει τη σκόνη από τα πάνελ μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα χωρίς να χρησιμοποιήσει κάτι περισσότερο από αυτά που χρησιμοποιεί ένας ταλαίπωρος μετανάστης που πλένει παρμπρίζ στα φανάρια της Κηφισίας!

Ένα πλήρωμα αστροναυτών στον Άρη, θα μπορούσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να συλλέξει άφθονα και ποικίλα δείγματα εδάφους από διάφορα βάθη και να τα μεταφέρει στη Γη. Η περίφημη Αποστολή για Επιστροφή Αρειανού Δείγματος (MSRM - Mars Sample Return Mission) σχεδιάζεται εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια και κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει να είναι στο τραπέζι του σχεδιαστήριου άλλα τόσα. Απλούστατα, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι (ακόμα) πολύ περίπλοκο και εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί με αυτόματα μηχανήματα.  
Η επιστημονική αξία μιας επανδρωμένης αποστολής στον Άρη (ή σε κάποιο άλλο πλανήτη) βασίζεται κυρίως στη λήψη γεωλογικών δειγμάτων και στο στήσιμο επιστημονικών οργάνων και πειραματικών διατάξεων. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να γίνει ούτε από τα Spirit και Opportunity, αλλά ούτε και από το πολύ πιο προηγμένο (και πολύ πιο δαπανηρό) Curiosity που βρίσκεται καθ’ οδόν προς τον Άρη στον οποίο θα προσγειωθεί εκεί αργότερα φέτος.
Δυστυχώς το τοπίο παραμένει βυθισμένο στην ομίχλη, επειδή έχουμε στα χέρια μας ελάχιστα παραδείγματα προς σύγκριση: από τη μία τους αστροναύτες του Apollo και από την άλλη τα ρομπότ που έχουν εξερευνήσει  πλανητικές επιφάνειες στον Άρη και τη Σελήνη. Από την άλλη όμως, υπάρχουν άμεσες επιτόπιες συγκρίσεις επανδρωμένης και ρομποτικής εξερεύνησης σε περιοχές απομίμησης πλανητικών επιφανειών (planetary analogue sites). Μια τέτοια μελέτη έγινε στην περιοχή του μετεωρικού κρατήρα Haughton στην καναδική Αρκτική. Στη μελέτη αυτή η αποτελεσματικότητα ενός «αστροναύτη» (ανθρώπου που φορούσε διαστημική στολή) συγκρίθηκε με εκείνη ενός τηλεκατευθυνόμενου ρόβερ (που ελεγχόταν από το Κέντρο Ερευνών Ames της NASA στην Καλιφόρνια), στο πλαίσιο διαφόρων εξερευνητικών εργασιών.  Είναι ενδεικτικό ότι το ρόβερ ήταν πολύ πιο εξελιγμένο από εκείνα που δραστηριοποιούνται σήμερα σε διάφορες διαστημικές αποστολές και διέθετε τεχνητή νοημοσύνη του επιπέδου το οποίο αναμένεται να ενσωματωθεί σε διαστημικά ρομπότ μετά το 2015. Παρόλα αυτά, ο «αστροναύτης» αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ αποτελεσματικότερος εξερευνητής απ’ ότι το ρόβερ, τουλάχιστον κατά 1-2 τάξεις μεγέθους (δηλ. 10-100 φορές) ανά μονάδα χρόνου. Και θα πρέπει να λάβουμε ακόμα υπόψη ότι η σύγκριση μάλλον αδικεί τους αστροναύτες επειδή στην συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποιήθηκε τηλεχειριζόμενο ρομπότ στη Γη. Τα υπάρχοντα αρειανά ρόβερ δεν είναι ακριβώς τηλεκατευθυνόμενα αλλά διαθέτουν μια σχετική αυτονομία ακριβώς επειδή, λόγω της μεγάλης απόστασης Γης-Άρη, ο τηλεχειρισμός σε πραγματικό χρόνο είναι αδύνατος. Ο τελευταίος μπορεί να ισχύσει μόνο στην περίπτωση της Σελήνης –και αυτό ακριβώς έγινε στην περίπτωση των σοβιετικών τροχοφόρων Lunokhod στη δεκαετία του 1970.

Η προστιθέμενη αξία των επανδρωμένων αποστολών
Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο που παραβλέπεται. Συνήθως οι συγκρίσεις μεταξύ αστροναυτών και τηλεχειριζόμενων ή ημιαυτόνομων εξερευνητικών τροχοφόρων γίνονται με βάση το σχετικό χρόνο που απαιτείται για να εκτελεστούν ορισμένες εργασίες. Περιοριζόμενοι όμως μόνο σε αυτό τον παράγοντα, υποτιμούμε τρομερά την προστιθέμενη επιστημονική αξία που έχει η ίδια η ύπαρξη ανθρώπων εξερευνητών σε πλανητικές επιφάνειες. Το ρομπότ δεν θα επιστρέψει στη Γη (γι αυτό άλλωστε είναι και φθηνότερο!). Όμως οι άνθρωποι θα επιστρέψουν και θα φέρουν μαζί τους μεγάλες ποσότητες γεωλογικών δειγμάτων που έχουν συλλεγεί «ευφυώς». Ακόμα και στην περίπτωση που έχουμε μη επανδρωμένη αποστολή επιστροφής γεωλογικού δείγματος, η επιστημονική αξία του τελευταίου, η ποσότητα και η ποικιλομορφία του, θα ωχριούν μπροστά στα δείγματα που θα έχουν συλλέξει αστροναύτες. Είδαμε εξάλλου ήδη ότι οι αστροναύτες του Apollo έφεραν στη Γη χιλιαπλάσια ποσότητα δειγμάτων συγκριτικά με τα σοβιετικά Luna. Ακόμα περισσότερο, τα σοβιετικά δείγματα είχαν συλλεχθεί στα τυφλά από πολύ κοντινή απόσταση, συνεπώς είχαν «μολυνθεί» από τις εξατμίσεις των κινητήρων (στην περίπτωση των Luna, ο σχετικά πρωτόγονος τρόπος συλλογής και φόρτωσης του δείγματος είχε ως αποτέλεσμα να χύνεται σημαντική ποσότητά του πριν φορτωθεί στην κάψουλα επιστροφής).  Μια μελλοντική αποστολή επαναφοράς γεωλογικού δείγματος από τον Άρη, όταν πραγματοποιηθεί, δεν αναμένεται να φέρει στη Γη ποσότητα μεγαλύτερη από μισό κιλό…
Σε τρίτο επίπεδο, υπάρχει ακόμα ένα στοιχείο που μπορεί να προσδιορίσει τελεσίδικα εάν η επανδρωμένη εξερεύνηση πλανητικών επιφανειών είναι πολύ αποτελεσματικότερη από την ρομποτική. Και το στοιχείο αυτό είναι οι επιστημονικές δημοσιεύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι αντικειμενικός σκοπός των διαστημικών αποστολών εξερεύνησης, επανδρωμένων και μη, είναι η γνώση. Συνεπώς, μια «βιβλιομετρική» σύγκριση ανάμεσα σε επιστημονικές δημοσιεύσεις βασισμένες σε δεδομένα των εξερευνήσεων Apollo και δεδομένα που συλλέχθηκαν από ρομποτικές αποστολές σε Σελήνη και Άρη, θα ήταν λίαν διαφωτιστική. Στο Διάγραμμα 1 που παραθέτουμε, η «κληρονομιά γνώσης» του προγράμματος Apollo είναι ασύγκριτα σημαντικότερη από όλη μαζί την κληρονομιά των Luna, Lunokhod και Surveyor. Στο ίδιο διάγραμμα βλέπουμε ακόμα ότι οι αποτελεσματικότερες αποστολές μετά το Apollo ήταν τα σοβιετικά Luna 16, 20 και 24, κάτι που υπογραμμίζει τη σημασία της επαναφοράς γεωλογικού δείγματος στη Γη. Στο διάγραμμα παρατηρούμε και κάτι άλλο, επίσης σημαντικό. Η συχνότητα επιστημονικών δημοσιεύσεων με βάση τα δεδομένα των αποστολών Apollo συνεχίζει να έχει ανοδική πορεία, ακόμα και μετά από 40 χρόνια, ενώ εκείνη των αποστολών Luna, Lunokhod και Surveyor έχει σταθεροποιηθεί. Μάλιστα αυξάνει με ρυθμό αντίστοιχο, ή και μεγαλύτερο, της συχνότητας δημοσιεύσεων με βάση τα δεδομένα των Spirit και Opportunity παρότι τα τελευταία είναι πολύ πρόσφατες αποστολές. Είναι σαφές ότι ο όγκος της επιστημονικής γνώσης που προκύπτει από τα αρειανά ρόβερ ή άλλες ρομποτικές εξερευνητικές αποστολές, δεν θα φτάσει ποτέ εκείνη που προέκυψε από το πρόγραμμα Apollo!

Ένα ακόμα εκπληκτικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από το Διάγραμμα 1 είναι πως ο ανεξάντλητος πακτωλός γνώσης του Apollo προήλθε από συνολικά μόνο 12,5 μέρες ανθρώπινης παραμονής στη σεληνιακή επιφάνεια (αν είμαστε πιο αυστηροί και λάβουμε υπόψη μας μόνο το χρόνο των σεληνιακών περιπάτων, το νούμερο αυτό κατεβαίνει στις 3,4 μέρες). Συγκρίνετέ το με τις 436 ενεργές ημέρες στη σεληνιακή επιφάνεια των δυο Lunokhod, και με τις 5.162 μέρες των δυο αρειανών τροχοφόρων Spirit και Opportunity (ως το τέλος του 2011). Με βάση αυτά τα στοιχεία, οι αποστολές Apollo ήταν πάνω από τρεις τάξεις μεγέθους (>1000 φορές) αποτελεσματικότερες από τα αρειανά ρόβερ σε ό,τι αφορά την δημιουργία επιστημονικών εργασιών.

Καλά και άγια θα πει κανείς ότι είναι όλα αυτά. Αναμφισβήτητα ένας αστροναύτης μπορεί να είναι χίλιες φορές αποτελεσματικότερος και από τον «εξυπνότερο» βολιστήρα. Όμως υπάρχει το θέμα του κόστους. Μια επανδρωμένη αποστολή στον Άρη θα κοστίσει ίσως και μισό τρισεκατομμύριο δολάρια –ποσό υπερδιπλάσιο του προγράμματος Apollo, ενός προγράμματος που καταστρώθηκε και διεξήχθη σε ανεπανάληπτες συνθήκες ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Ας συγκρίνουμε όμως το κόστος του Apollo (που όπως είδαμε σε σημερινά δολάρια είναι $175 δισεκ.) με το κόστος του ρόβερ Curiosity που θα φτάσει φέτος στον Άρη. Το τελευταίο ανέρχεται σε $2,5 δισεκ. Συνεπώς σε απόλυτους όρους το πρόγραμμα Apollo κόστισε 70 φορές περισσότερο από το Curiosity. Ωστόσο στο Apollo οι αστροναύτες εξερεύνησαν 6 τοποθεσίες αντί για μία που θα εξερευνήσει το Curiosity, συνεπώς υπό όρους κόστους, το Apollo ήταν μόνο 12 φορές δαπανηρότερο. Ασφαλώς ένα «αρειανό Apollo» θα ήταν πολύ ακριβότερο από ένα «σεληνιακό Curiosity», αλλά η ουσία είναι πως οι επανδρωμένες αποστολές είναι 100-1000 φορές αποτελεσματικότερες από τις ρομποτικές ενώ είναι μόνο 10-100 φορές δαπανηρότερες. Κι ας θυμηθούμε εδώ ότι οι αστροναύτες μπορούν να κάνουν βαθιές γεωτρήσεις, να συλλέξουν πολύ προσεκτικά τα δείγματα, να ψάξουν σε δυσπρόσιτες περιοχές, να ελέγξουν τυχόν ιδιομορφίες που τους κίνησαν το ενδιαφέρον κλπ. Μήπως τελικά η επανδρωμένη εξερεύνηση δεν είναι και τόσο δαπανηρή;
Σε τιμές 2011, το μίνι ρόβερ Sojourner που προσεδαφίστηκε στον Άρη το 1997 κόστισε $265 εκατ ενώ τα Spirit και Opportunity (2004) κόστισαν $820 εκατ. Είδαμε ότι το Curiosity κόστισε $2,5 δισ.  Πόσο θα κοστίσει αυτή η περίφημη αποστολή επιστροφής αρειανού δείγματος; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, γύρω στα $6,5 δισ. Το βασικό επιχείρημα των προμάχων της ρομποτικής εξερεύνησης είναι ότι το σχετικό κόστος συνεχώς ελαττώνεται όσο εξελίσσεται η τεχνολογία. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Και βεβαίως αυτό είναι φυσιολογικό. Οι πλανητικές επιφάνειες είναι απέραντες και κακοτράχαλες. Δεν έχει νόημα να υπάρχει ένα «υπερευφυές» ρόβερ μεγέθους σπιρτόκουτου το οποίο να κολλά κάθε φορά που συναντά μια πέτρα μεγέθους πορτοκαλιού! Εξάλλου ένα τέτοιο μικροσκοπικό ρομπότ δεν μπορεί να μεταφέρει σημαντικά όργανα. Συνεπώς το μέγεθος των ρομποτικών εξερευνητών συνεχώς θα αυξάνεται (το ίδιο και το κόστος τους το οποίο κάποια στιγμή δεν θα μπορεί να καλυφθεί από τα ήδη σφιχτά επιστημονικά κονδύλια…). 

Ωστόσο, όλα όσα είπαμε σκοντάφτουν σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, σε έναν άλλο παράγοντα που είναι πολύ καθοριστικότερος από οποιαδήποτε λογική ανάλυση και επιχειρηματολογία. Όσο ο παράγοντας «ασφάλεια με κάθε κόστος» συνεχίζει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των επανδρωμένων διαστημικών προγραμμάτων, κάθε ριψοκίνδυνη αποστολή σε μακρινούς πλανήτες θα εξακολουθεί να αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η νοσηρή, πλέον, προσκόλληση στο θέμα της «ασφάλειας» παρεμποδίζει οποιαδήποτε τολμηρό όραμα. Τα τολμηρά οράματα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο εάν η ανθρωπότητα εναγκαλιστεί ξανά το όνειρο και ριψοκινδυνέψει αφήνοντας κατά μέρος τις υστερίες και τις φοβίες του χορτασμένου και του μαλθακού. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχει απολύτως κανένα σημάδι που να δείχνει ότι η κατάσταση αυτή αλλάζει –μάλλον το αντίθετο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου